Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Μνήμες της Κωνσταντινούπολης: Βουτιά στο παρελθόν της Πόλης

Γιατί ο κόσμος παρακολουθεί τουρκικά σήριαλ; Είναι μια μόδα όπως παλιότερα τα μεξικάνικα; Ασφαλώς, και γι’ αυτό θα περάσει γρήγορα. Είναι όμως και μια διπλή ανάγκη: αφενός να ξαναβρεί ο μέσος Έλληνας αξίες μιας παλιάς κοινωνίας που κάποτε τις είχαμε κι εμείς (η ανδρική τιμή, η γυναικεία σεμνότητα, η οικογένεια, η αγάπη, η κοινωνική αλληλεγγύη κ.ο.κ.) και αφετέρου να ταξιδεύσει σε ένα παρελθόν (στα βάθη της Ανατολής ή στα βάθη της ιστορίας) όπου πολλά φαίνονται παραμυθένια, οικεία εξωτικά, ανατολίτικα μαγικά, σαγηνευτικά και θελκτικά. 


Η υπόθεση του μυθιστορήματος 

Όταν βρίσκεται το πρώτο πτώμα κοντά σε ιστορικά μνημεία με ένα νόμισμα που απεικόνιζε τον Βύζαντα, τον πρώτο οικιστή της Κωνσταντινούπολης, ο αστυνόμος Νεβζάτ και οι συνεργάτες του ξεκινούν μια έρευνα στο τώρα αλλά και στο παρελθόν. Τα επόμενα έξι πτώματα, επιμελώς τοποθετημένα με ένα νόμισμα κάθε φορά που απεικονίζει τον Κωνσταντίνο Α΄, τον Θεοδόσιο τον Β΄, τον Ιουστινιανό κ.ο.κ. αναγκάζουν την αστυνομία να μάθει Ιστορία, να περιδιαβεί τους βυζαντινούς αιώνες και την οθωμανική αυτοκρατορία για να αντιληφθεί το σχέδιο των δολοφόνων. 

Ιστορική αφήγηση με αστυνομικό «όχημα» 
Το έργο είναι αστυνομικό, όπως έγινε αντιληπτό, αλλά η έρευνα ξεδιπλώνεται με ιστορικά στοιχεία, συχνά ανεκδοτολογικά, που αποκαλύπτουν ίχνη του παρελθόντος σε μια πόλη που ξεχνά την ιστορία της. Ο αναγνώστης απολαμβάνει διπλά, ή μάλλον τριπλά, την αφήγηση, αφού: Πρώτον, η γνωστή συνταγή του ενός πτώματος που φέρνει τ’ άλλο και τα δυο το τρίτο κάνει την έρευνα κλιμακωτά ενδιαφέρουσα, παρά τις μικρές ή μεγάλες ατέλειες στη διενέργειά της. Δεύτερον, η ιστορία δεν προσφέρεται μόνο ως γνώση, συχνά φορτωμένη και αχρείαστη, αλλά και ως κλειδί για την εξιχνίαση των εγκλημάτων κάνει το έργο να προσκτά βάθος. Και τρίτονη ταξιδιωτική περιήγηση στην ιστορική Κωνσταντινούπολη, σχεδόν σαν να ξεχνά κανείς τη σύγχρονη Ιστανμπούλ που παραδίδεται σε μια ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση, δίνει στην ιστορία περιηγητικό ενδιαφέρον. Το μυθιστόρημα είναι συνεπώς ένας καλός οδηγός στην ιστορία και στην αίγλη της Πόλης. 

Πέρα από την αφήγηση που γίνεται το δόλωμα της ανάγνωσης, το έργο μας στήνει γέφυρες με την ίδια την πόλη. Η Ιστανμπούλ είναι αυτό που είναι επειδή φτιάχτηκε σε ένα παλίμψηστο επίπεδο πολλαπλών στρωμάτων, από το αρχαιοελληνικό Βυζάντιο έως τη χριστιανική Κωνσταντινούπολη κι έπειτα στην οθωμανική της, μουσουλμανική, πλευρά. Κάθε πόλη είναι το ιστορικό αμάλγαμα μιας μακραίωνης, συχνά άδηλης παράδοσης, σαν σκυταλοδρομία λαών και πολιτισμών. 

Η σύγχρονη ζωή συχνά σκοτώνει το παρελθόν, δηλαδή σκοτώνει το βάθρο του μεγαλείου της πόλης, κι η ίδια η πόλη, οπλίζοντας το χέρι κάποιων, εκδικείται τους ιδιοτελείς, τους κερδοσκόπους, τους εκμεταλλευτές της. Τα πτώματα ήταν άνθρωποι που προσπάθησαν να χτίσουν εις βάρος της ιστορικότητας των μνημείων και να κερδίσουν χρήματα δολοφονώντας το παρελθόν. Πολύ καλά δουλεμένο είναι το ζεύγος του αστυνόμου Νεζβάτ και του υπαστυνόμου Αλή, αφού ο πρώτος είναι ο πιο λογικός και μετριοπαθής, ενώ ο δεύτερος πιο ακραίος και παρορμητικός, με αποτέλεσμα κάθε ανάκριση να ακολουθεί σκοτσέζικο ντους. 

Χωρίς το κείμενο να είναι προκλητικό, δεν λείπουν οι εκδοχές της ιστορίας που απορρέουν από την τουρκική οπτική γωνία. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης ήταν Ρωμαίοι, δικαιολογημένα όπως οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν, αλλά ο Ουμίτ ξεχνά ότι ήταν Χριστιανοί και μιλούσαν από τον 6ο τουλάχιστον αιώνα ελληνικά. Γι’ αυτό επινοήθηκε ο ιστορικός όρος ‘Βυζαντινοί’, τον οποίο σκόπιμα (;) ο Τούρκος συγγραφέας αποσιωπά. Κι από την άλλη, η Ευγενία, την οποία έχει ερωτευθεί ο αστυνόμος, είναι προφανώς Ελληνίδα, αλλά η ίδια θεωρεί ότι κατάγεται από τους Ρωμαίους (σελ. 265)! Φυσικά ο όρος «Ρωμιός» αυτό σήμαινε, αλλά έχει πάψει αιώνες τώρα να κουβαλά ένα τέτοιο παλαιό ιστορικό φορτίο. Κανένας Έλληνας της Πόλης δεν θα μιλούσε έτσι. Έχει λοιπόν και δεν έχει δίκιο ο Φιλίππου που λέει: “Ο Αχμέτ Ουμίτ διακρίνεται για κάποιου είδους φιλελληνισμό (σημειώνει ότι οι περισσότεροι τουρίστες που επισκέπτονται την Πόλη είναι Έλληνες και δεν διστάζει να υπογραμμίσει την ύπαρξη ενός θρύλου που θέλει τους Έλληνες, με επικεφαλής έναν βασιλιά Κωνσταντίνο, να την παίρνουν πίσω για να αναστήσουν ξανά τον χριστιανισμό), ενώ δεν παραλείπει να θυμίζει τη δόξα της Κωνσταντινούπολης.” («Το Βήμα», 26/8/2012).  

Αυτή η σύζευξη ιστορικού παρελθόντος και σύγχρονου παρόντος αποτελεί και τον άξονα δράσης ενός άλλου αστυνομικού μυθιστορήματος, της “Περαίωσης” του Πέτρου Μάρκαρη, ο οποίος, επειδή ξέρει τουρκικά καθότι Κωνσταντινουπολίτης, πιθανολογώ ότι διάβασε τον Ουμίτ στο πρωτότυπο και επηρεασμένος θέλησε να μεταφέρει την ιδέα στους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας. Κι επιπλέον δείχνει την ίδια με τον Τούρκο συνάδελφό του συμπάθεια προς τους θύτες, αφού ενήργησαν μεν από εκδίκηση αλλά αυτή συνοδεύεται από ευαισθησία, πληγωμένη οργή και ιδεαλισμό. 

Ο κόσμος, λοιπόν, για να τελειώσω όπως ξεκίνησα, μπορεί να διαβάσει το μυθιστόρημα όπως βλέπει τα τούρκικα σήριαλ: με ενδιαφέρον, με εξωτισμό, με ιστορική περιέργεια, με περιηγητική διάθεση, με φωτογραφική δυναμική. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ το χάρηκα, όχι μόνο χάρη στην ευφυή αστυνομική του πλοκή και χάρη στην ώσμωση παρόντος και ιστορίας, δράσης και γνώσης, αλλά και χάρη στην ευαισθησία με την οποία ο Τούρκος συγγραφέας βλέπει την πόλη του και τους ανθρώπους της. 

Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος 
Αχμέτ Ουμίτ 
“Μνήμες της Κωνσταντινούπολης” 
μετ. Θ. Ζαραγκάλης 
εκδόσεις Πατάκη 
2012 
σελ. 687 
τιμή: 19,90€ 


το είδαμε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου